(ο)λιγόπιστος

(ο)λιγόπιστος
(ο)λιγόπιστος
-η, -ο
1. σχεδόν άπιστος.
2. δύσπιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιγόπιστος — η, ο βλ. ολιγόπιστος …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόπιστος — και λιγόπιστος, η, ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, ον) αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός τού οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη νεοελλ. αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πιστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”